αναδείχνω

αναδείχνω
(αόρ. ανέδειξα) μετ.
1) делать заметным, выделять; 2) выбирать, назначить (на должность); 3) выдвигать, продвигать (кого-л.);

αναδείχνομαι

1) — выдвигаться, продвигаться (по службе);

2) выделяться, становиться заметной фигурой; становиться знаменитым

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναδείχνω" в других словарях:

  • αναδείχνω — αναδείχνω, ανέδειξα και ανάδειξα βλ. πίν. 29 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναδείχνω — βλ. αναδεικνύω …   Dictionary of Greek

  • αναδείχνω — ανάδειξα, αναδείχτηκα, αναδειγμένος. 1. κάτι αφανές το κάνω σπουδαίο: Ο αδελφός του τον ανάδειξε. 2. εκλέγω, διορίζω: Οι τελευταίες εκλογές τον ανάδειξαν δήμαρχο. 3. το μέσ., αναδείχνομαι διακρίνομαι, προοδεύω: Αναδείχτηκε με τη δουλειά του και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδεικνύω — αναδεικνύω, ανέδειξα και ανάδειξα βλ. πίν. 87 και πρβλ. αναδείχνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανυψώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. σηκώνω κάτι ψηλά: Σε λίγο το αεροπλάνο είχε ανυψωθεί. 2. κάνω κάτι να πάρει ύψος, να γίνει ψηλό: Από τη μεριά αυτή ο τοίχος πρέπει να ανυψωθεί. 3. εξυψώνω, αναδείχνω: Η επιτυχία του εκείνη τον ανύψωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»